σαρακοστή
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα που διαρκεί 40 ημέρες, σαρανταήμερο
2. (κατ' επέκτ.) κάθε νηστεία μεγάλης διάρκειας που γίνεται για θρησκευτικούς λόγους
3. φρ. α) «Μεγάλη Σαρακοστή»
εκκλ. η περίοδος τών σαράντα ημερών νηστείας πριν από το Πάσχα, που αρχίζει την πρώτη Κυριακή τών νηστειών και τελειώνει την Μεγάλη Εβδομάδα
4. παροιμ. φρ. «λείπει ο Μάρτης απ' τη σαρακοστή;» — λέγεται για εκείνους που συνηθίζουν να αναμιγνύονται παντού ή για ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. σαρακοστός].