τεσσαρεσκαιδεκαέτις

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek (Liddell-Scott)

τεσσαρεσκαιδεκαέτις: έτιδος, ἡ, θηλυκ. τοῦ προηγ., ἄχρι τῆς τεσσαρεσκαιδεκαέτιδος ἡλικίας Γαλην. τ. 6, σ. 60, 9.