τετάρτι

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

το, Μ τέταρτος
1. το τεταρτημόριο
2. (ιδίως) το ένα από τα τέσσερα μέρη ενός σφαγίου («το μπροστινό τετάρτι»).