τετραέτηρος

English (LSJ)

ον, = τετραετής (four years old, of four years), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τετραέτηρος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών, τετραετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -έτ-ηρος (< ἔτος), πρβλ. πενταέτηρος].

German (Pape)

τετραέτης, Sp.