τετραέτηρος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ον, = τετραετής (four years old, of four years), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τετραέτηρος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών, τετραετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -έτ-ηρος (< ἔτος), πρβλ. πενταέτηρος].
German (Pape)
= τετραέτης, Sp.