τετρααιθυλιούχος

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
φρ. «τετρααιθυλιούχος μόλυβδος»
χημ. οργανομεταλλική ένωση του μολύβδου, βαρύ άχρωμο πολύ πτητικό υγρό που ζέει στους 200°C περίπου, παρασκευάζεται με επίδραση χλωρο-αιθανίου σε κονιοποιημένο κράμα μολύβδου και νατρίου και χρησιμοποιείται ως αντικροτικό πρόσθετο της βενζίνης, αλλ. τετρααιθυλικός μόλυβδος.