τετραβασίλειον

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek Monolingual

τὸ, Μ
η από κοινού βασιλεία τεσσάρων βασιλέων («...ἡ κοσμικὴ τετράπλευρος πλήρωσις, τετραβασιλείῳ περιφρουρουμένην», Θεόδ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + βασίλειον «βασιλική εξουσία»].