τετραγωνικώς

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

τετραγωνικῶς ΝΜΑ, και τετραγωνικά Ν
επίρρ. βλ. τετραγωνικός.