-ές, Ναυτός που αποτελείται από τέσσερα μέλη («τετραμελής σπείρα ληστών»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μελής (< μέλος), πρβλ. εξαμελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ιω. Α. Σούτζο].