τετρηρικός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1100] ή, όν, vierruderig, πλοῖα, Pol. 2, 111, 5.
Russian (Dvoretsky)
τετρηρικός: Polyb. = τετρήρης I.
Greek (Liddell-Scott)
τετρηρικός: -ή, -όν, ἴδε τετρήρης.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τετρήρης
1. αυτός που μοιάζει με τετρήρη
2. φρ. «τετρηρικὸν πλοῖον» — τετρήρης.