τηλού
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
και τῆλυ και αιολ. τ. πήλοι και πήλυι Α
επίρρ.
1. μακριά, σε μακρινό τόπο, στα ξένα («τηλοῦ ἐπ' Ἀλφειῷ», Ομ. Ιλ.)
2. χρον. από πολύ παλιά («οὐ γάρ σε... ἀρχεύοντα νέον γεινώσκομεν ἀλλ' ἔτι τηλοῦ», Επίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ -οῦ (πρβλ. ἀγχού, διχού)].