τοποχωρώ

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

-έω, Μ
διαμένω, κατοικώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -χωρῶ (< -χωρος < χώρα)].