τοσαυταχῶς

English (LSJ)

Adv. in so many ways, Arist.APr.48b3, Metaph. 1022a11, Thphr. HP 8.7.5, D.H.Lys.14, Alex.Aphr.in Top.61.13.

German (Pape)

[Seite 1131] adv., auf so vielerlei Art, Arist. part. anim. 2, 2, dem πλεοναχῶς entsprechend.

Russian (Dvoretsky)

τοσαυτᾰχῶς: столькими (же) способами, в стольких (же) смыслах: ὁσαχῶς ἡ ἀρχὴ λέγεται, τ. καὶ τὸ πέρας Arst. в скольких значениях говорится о начале, в стольких же и о пределе.

Greek (Liddell-Scott)

τοσαυτᾰχῶς: Ἐπίρρ., κατὰ τοσούτους τρόπους, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 36, 1, κ. ἀλλ.· τ. ὁσαχῶς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 17, 2.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με τόσους τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ- της αντων. τοσοῦτος, -αύτη, -οῦτον + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. πολλαχῶς)].