ὁσαχῶς
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
Adv., = ὁσαχῇ, Hp. Decent. 9, Arist. Metaph. 1017a23, Top. 105a34.
German (Pape)
[Seite 394] = ὁσαχῇ, Arist. top. 1, 14.
Greek Monolingual
ὁσαχῶς (ΑΜ)
επίρρ. καθ' όσους τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της αντων. ὅσος + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. παντ-αχ-ώς)].
Russian (Dvoretsky)
ὁσᾰχῶς: adv. сколькими способами: ὁ. … τοσαυταχῶς … Arst. сколько способов … столько же способов ….