Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τουλπάνι

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

και τουλουπάνι και τουλμπάνι, το, Ν
1. λεπτό και αραιά υφασμένο ύφασμα, από το οποίο γίνονται γυναικεία μαντίλια για το κεφάλι, τούλι
2. κομμάτι από παρόμοιο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως λεπτό σουρωτήρι για υγρά
3. μαντίλι, κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulbend < περσ. dulband].