τουρκοκρατία
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. κατοχή μιας περιοχής από τους Τούρκους
2. η περίοδος της τουρκικής κατοχής τών ελληνικών χωρών από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ώς την Εθνική Επανάσταση και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + -κρατία (< -κρατής < κράτος), πρβλ. αγγλο-κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Ιω. Φιλήμωνα].