τουρκόφωνος

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που χρησιμοποιεί ως μητρική του την τουρκική γλώσσα χωρίς να είναι Τούρκος (α. «τουρκόφωνοι πληθυσμοί» β. «τουρκόφωνες περιοχές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ελληνό-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Περ. Τριανταφυλλίδη].