τουρλού

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

το, Ν
1. φαγητό του φούρνου με πολλά λαχανικά, κυρίως καλοκαιρινά
2. φρ. «τουρλού-τουρλού» — ανάκατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. turlu].