ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
τράγιος: -α, -ον, = τράγειος, Achmes Ὀνειροκρ. 242.
-α, -ο / τράγιος, -ία, -ον, ΝΜβλ. τράγειος.