τράμη

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

German (Pape)

[Seite 1134] ἡ, = Folgdm, Hipponax bei Erotian.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τράμις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του τράμις, κατά τα θηλ. σε -η].