Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τραχεόφυτα
Greek Monolingual
τα, Ν βοτ.διαίρεση που περιλαμβάνει όλα τα φυτά τα οποία περιέχουν αγωγό ιστό, δηλαδήξύλωμα και φλοίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tracheophyta<τραχεία+φυτό].