Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριγωνοκέφαλος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που παρουσιάζει τριγωνοκεφαλία
2. ζωολ. γένος οφιδίων που περιλαμβάνει ιοβόλα φίδια τών οποίων το μήκος φθάνει μέχρι και 1,50 μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trigonocephalous < τρίγωνος + -κέφαλος (< κεφαλή). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].