τριγωνοκεφαλία

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ανατ. ανώμαλη διαμόρφωση του κρανίου σε σχήμα τριγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trigonocephaly < tńgonocephalous (πρβλ. τριγωνοκέφαλος)].