τρισμακάριστος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰρ], η, ον, = τρίσμακαρ, Luc.Vit.Auct.12: Sup. -τότατος MAMA1.267 (near Laodicea Combusta).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois digne d'envie.
Étymologie: τρίς, μακαρίζω.
German (Pape)
= τρίσμακαρ, Hesych.
Russian (Dvoretsky)
τρισμᾰκάριστος: Luc., Anth. = τρίσμακαρ.
Greek (Liddell-Scott)
τρισμᾰκάριστος: -η, -ον, = τρίσμακαρ, τρισευδαίμων, τρισόλβιος, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρισμακάριστος, -ον ΝΜΑ
τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί.
β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμμαχάριστος].
Greek Monotonic
τρισμᾰκάριστος: -η, -ον = τρίσμακαρ, σε Λουκ.
Middle Liddell
τρισ-μᾰκάριστος, η, ον = τρίσμακαρ, Luc.]