τρισευτυχισμένος

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
πολύ ευτυχισμένος, πανευτυχής.
επίρρ...
τρισευτυχισμένα
με πολλή ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ευτυχισμένος].