πανευτυχής

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

German (Pape)

[Seite 459] ές, sehr glücklich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνευτῠχής: -ές, πάνυ εὐτυχής, Ἄννα Κομν. σ. 94Β, κλ.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ
πολύ ευτυχισμένος, ευτυχέστατος, πανευδαίμων.