τροχονόμος
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
ο, η, Ν
αστυνομικός της δύναμης της τροχαίας που ρυθμίζει την κίνηση των οχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -νόμος].