αστυνομικός

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀστυνομικός, -ή, -όν) αστυνόμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστυνόμο ή στο έργο του
νεοελλ.
ως ουσ. όργανο της αστυνομίας, αστυνόμος.