τροχόζωα

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. φύλο μικροσκοπικών ασπονδύλων με 2.000 περίπου είδη, κυρίως του γλυκού νερού, πλαγκτονικά, εδραία ή έρποντα, τα οποία παλαιότερα ήταν ταξινομημένα ως ομοταξία τών νηματελμίνθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. rotifera].