τρώγων
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. γένος και γενική ονομασία πτηνών της τάξης τρωγοντόμορφα με 35 είδη τών τροπικών περιοχών που συγκροτούν τη μοναδική οικογένεια τρωγοντίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trogon < τρώγων, μτχ. ενεστ. του ρ. τρώγω.