τρώγων
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. γένος και γενική ονομασία πτηνών της τάξης τρωγοντόμορφα με 35 είδη τών τροπικών περιοχών που συγκροτούν τη μοναδική οικογένεια τρωγοντίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trogon < τρώγων, μτχ. ενεστ. του ρ. τρώγω.