Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσατίζω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

και τσαντίζω Ν
1. πειράζω κάποιον και τον κάνω να θυμώσει, τον εκνευρίζω
2. ενοχλώ ερωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catişmak «συγκρούομαι»].