τσούντα

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

και τζούντα, η, Ν
1. ναυτ. σύσπαστο για την ανύψωση του πικιού
2. το άκρο ενός αντικειμένου, ιδίως επιμήκους («η τσούντα του μουστακιού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zonda (βλ. και λ. τσόντα)].