τυμπανιαίος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
(κυρίως για πτώμα) διογκωμένος σαν τύμπανο.
επίρρ...
τυμπανιαίως
σαν με τυμπανοκρουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + κατάλ. -ιαίος. Η λ. μαρτυρείται από το 1744 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως].