τυμπανομετρία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ.
ακοομετρική μέθοδος η οποία μελετά τον βαθμό ακαμψίας του τυμπανοοσταριακού συστήματος, που εκδηλώνεται υπό μορφή αντιστάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tympanometrie (< τύμπανο + μέτρο].