τυννουτοσί

Russian (Dvoretsky)

τυννουτοσί: intens. к τυννοῦτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυννουτοσί -ονί [τυννοῦτος, -ί] gen. τυννουτουί, dat. τυννουτῳί, zó klein.