τυπωδῶς

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
à l'état d'ébauche, superficiellement, sommairement.
Étymologie: τυπώδης.

Russian (Dvoretsky)

τῠπωδῶς: в общих чертах: τ. εἰσάγειν εἴς τι Diog. L. служить общим введением к чему-л.