δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
-ες, Ν1. στροβιλώδης2. φρ. «τυρβώδης ροή»φυσ. βλ. ροή.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. turbulent, -e].