τυφλωπίδες
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια οφιδίων στην οποία ανήκουν μικρά φίδια με υποτυπώδεις οφθαλμούς, τα οποία μοιάζουν με στιλπνά σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typhlopidae (< τυφλώψ + -ίδες)].