Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τόμου

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

Ν
1. (χρον. σύνδ.) αφούτόμου δεν θέλει, δεν τον βιάζω»)
2. (χρον. επίρρ.) αμέσως μόλις, άμα, όταν («τόμου λαλήσει, να μού γράψεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < το + ὁμοῦ.