υαλίτιδα
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Greek Monolingual
η / ὑαλῑτις, -ίτιδος, ΝΑ, και ὑελῖτις Α
νεοελλ.
ιατρ. υαλοειδίτιδα
αρχ.
ύλη κατάλληλη για την παρασκευή υάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. -ῖτις /-ίτιδα].