υγροπυρινόψυχρος

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
υγρός που φλέγεται ενώ ταυτόχρονα είναι και ψυχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πύρινος + ψυχρός.