υγροσκόπιο

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) όργανο με το οποίο προσδιορίζεται χονδρικά η υγρασία του αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygroscope (< υγρός + -σκόπιο). Η λ., στον λόγιο τ. ὑγροσκόπιον, μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή].