υγρόληκτος

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

και υγρόληχτος, -η, -ο, Ν
γραμμ. (για λέξη) αυτός που το θέμα του έχει χαρακτήρα υγρό σύμφωνο, λ ή ρ, όπως λ.χ. τα ρήματα οφείλ-ω, διαφθείρ-ω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + -ληκτος (< λήγω), πρβλ. συμφωνό-ληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].