υδραύλακας

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source

Greek Monolingual

ο / ὑδραῡλαξ, -αύλακος, ΝΜ
αυλάκι στο οποίο κυλάει νερό ή αυλάκι με το οποίο μεταφέρεται νερό σε χαμηλότερα σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + αὖλαξ, -ακος].