υδροθάλαμος

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

ο, Ν
θάλαμος του ατμολέβητα, στον οποίο διοχετεύεται το νερό που πρόκειται να μεταβληθεί σε ατμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + θάλαμος.