υδροποτώ

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

ὑδροποτῶ, -έω, ΝΜΑ, και πιθ. ορθότερος τ. ὑδροπωτῶ, -έω, Α υδροπότης
είμαι υδροπότης.