υδρόσφαιρα

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

η, Ν
γεωλ. το σύνολο τών υδάτων της Γης, τα οποία καλύπτουν τα ⅔ της επιφάνειας του πλανήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς.