υπέρδασυς

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-υ, Α δασύς
1. πολύ δασύς, πολύ μαλλιαρός
2. (για φυτό) πολύ πυκνόφυλλος, φουντωτός.