ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
-ον, Α1. περισσότερο από δίκαιος, πολύ αυστηρός2. συνήγορος κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].