υπέρηβος
From LSJ
διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
υπερήλικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφηβος].
διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
-ον, ΜΑ
υπερήλικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφηβος].