υπέρθεος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που συγκεντρώνει την υπέρτατη θεϊκή δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θεός (πρβλ. ἔνθεος)].