υπέρθεος

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που συγκεντρώνει την υπέρτατη θεϊκή δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θεός (πρβλ. ἔνθεος)].